-
1 ἐν-απο-τίθημι
ἐν-απο-τίθημι (s. τίϑημι), darin ablegen; ὀργὴν εἴς τι D. Sic. exc. 569, 13; eigtl., τὰ ξίφη εἰς τοὺς κουλεούς D. Cass. 73, 10, einstecken.
-
2 ἐναποτίθημι
ἐν-απο-τίθημι, darin ablegen; eigtl., τὰ ξίφη εἰς τοὺς κουλεούς, einstecken